χαραξίποντος

χαραξίποντος
χᾰραξίποντος [pron. full] [ῐ], ον,
A ploughing the sea,

ναΐα κλαῒς χ. Simon.23

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαραξίποντος — ον, Α αυτός που διασχίζει τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* σχηματισμένο < χαράσσω + πόντος «θάλασσα»] …   Dictionary of Greek

  • χαραξιπόντου — χαραξίποντος ploughing the sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”